- λιπαρεστέρως
- λῑπαρεστέρως , λιπαρήςpersistingmasc acc comp pl (doric)λῑπαρεστέρως , λιπαρήςpersistingcomp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.